περιστεγάζω

περιστεγάζω
ΝΑ
στεγάζω κάτι ολόγυρα, από παντού, σκεπάζω από όλα τα μέρη κτίζοντας στέγη
αρχ.
μέσ. περιστεγάζομαι
περικλείομαι, εμπεριέχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιστέγαση — η, Ν [περιστεγάζω] κάλυψη οικοδομήματος με στέγη γύρω γύρω, από παντού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”